- ομότεχνος
- [омотэхнос] εκ. товарищ по профессии, коллега
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
ὁμότεχνος — practising the same art masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομότεχνος — η, ο (Α ὁμότεχνος, ον) αυτός που ασκεί την ίδια τέχνη με άλλον, σύντεχνος αρχ. 1. (τίτλος για γιατρό) έμπειρος, ικανός 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὁμότεχνος ο συνάδελφος, ο συντεχνίτης, ο συνεργάτης 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁμότεχνον συντεχνία, σωματείο… … Dictionary of Greek
ὁμότεχνον — ὁμότεχνος practising the same art masc/fem acc sg ὁμότεχνος practising the same art neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοτέχνοις — ὁμότεχνος practising the same art masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοτέχνου — ὁμότεχνος practising the same art masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοτέχνους — ὁμότεχνος practising the same art masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοτέχνων — ὁμότεχνος practising the same art masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοτέχνῳ — ὁμότεχνος practising the same art masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμότεχνε — ὁμότεχνος practising the same art masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμότεχνοι — ὁμότεχνος practising the same art masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομοτεχνώ — ὁμοτεχνῶ, έω (Α) [ομότεχνος] ασκώ την ίδια τέχνη, το ίδιο επάγγελμα, είμαι ομότεχνος … Dictionary of Greek